- ίστερος
- ὁγένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας Histeridae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hister (< λατ. hister «ηθοποιός» επειδή το εν λόγω έντομο προσποιείται ότι είναι νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)].
Dictionary of Greek. 2013.